- Παράθεση :
- ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Η Βασιλόπιτα είναι το κατεξοχήν πρωτοχρονιάτικο έθιμο.
Το έθιμο του εορταστικού άρτου το συναντάμε στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με αυτό, στις μεγάλες αγροτικές εορτές Θαλύσια και Θεσμοφόρια, οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν άρτο στους θεούς για να έχουν υγεία και καλή τύχη.
Ο συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών πέρασε στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη με το έθιμο της βασιλόπιτας. Η πίτα αυτή αφιερώνεται στον Ιησού Χριστό ή στον Άγιο Βασίλειο.
Το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της Βασιλόπιτας το βρίσκουμε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές, κυρίως στον τρόπο παρασκευής, όλες, όμως, έχουν κοινή διακόσμηση: έναν σταυρό και την αναγραφή του έτους και, φυσικά, όλες κρύβουν μέσα τους ένα φλουρί. Στην ελληνική επαρχία παλαιότερα, αντί για νόμισμα έβαζαν ένα κομμάτι άχυρου, κληματόβεργας ή ελιάς για να φέρει καλή τύχη στην παραγωγή. Μια άλλη παράδοση θέλει τον αρχηγό της οικογένειας να γυρνά τη βασιλόπιτα σαν σβούρα και, αν σταθει από την καλή πλευρά, τότε η χρονιά θα είναι καλότυχη.
Η ορθόδοξη παράδοση συνδέει το έθιμο τη Βασιλόπιτας με τον Άγιο Βασίλειο.
Ο μύθος λέει ότι τον 4ο αιώνα, όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος της Καισαρείας, προσπαθώντας να σώσει την πόλη του από τη λεηλασία, μάζεψε χρυσαφικά, νομίσματα και αλλά πολύτιμα κοσμήματα των χριστιανών για να τα προσφέρει στον έπαρχο. Ο αιμοσταγής έπαρχος, όμως, βλέποντας την αγάπη των κατοίκων στον επίσκοπό τους αλλά και την προσπάθεια του Μεγάλου Βασιλείου να τους σώσει, έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα. Λέγεται, μάλιστα, ότι η Παναγία έστειλε τον Άγιο Μερκούριο με μια στρατιά αγγέλων για να τον διώξει.
Η πόλη της Καισάρειας σώθηκε αλλά ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ήθελε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να βρεθούν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες. Έτσι, αποφάσισε να ζυμώσουν ψωμάκια και μέσα στο καθένα έβαλαν από ένα νόμισμα η κόσμημα. Τα μοίρασαν στον κόσμο και το θαύμα έγινε: κάθε οικογένεια πήρε από ένα ψωμί και μέσα βρήκε αυτό που είχε προσφέρει
Αυτό το γεγονός τιμούν οι Ορθόδοξοι και φτιάχνουν τη Βασιλόπιτα παραμονή Πρωτοχρονιάς, βάζοντας μέσα ένα φλουρί.
Όποιος βρει το νόμισμα θεωρείται ο τυχερός της νέας χρονιάς.
- Παράθεση :
- ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ
Δεν ζυμώνουμε πολύ ώρα το μελομακάρονο γιατί «κορδάρει». Αυτό οφείλεται στη σύσταση των υλικών του.
Το μελομακάρονο πρέπει να είναι πάντα ζεστό όταν το ρίχνουμε στο κρύο σιρόπι. Όσο συνεχίζουμε αυτή τη διαδικασία, το σιρόπι αρχίζει να ζεσταίνεται, οπότε πρέπει να το κρυώνουμε.
Το σιροπιασμένο μελομακάρονο έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία από το περιβάλλον και να μαλακώνει ή, αντιθέτως, να ξεραίνεται στο ξηρό περιβάλλον. Γι' αυτό το λόγο, πρέπει να διατηρείται σε κάποιο σκεύος ή να είναι προστατευμένο με μεμβράνη.
Εάν θέλουμε να γεμίσουμε τα μελομακάρονα με καρύδια, όταν τα πλάθουμε τοποθετούμε ένα καρύδι στο κάτω μέρος της ζύμης και την κλείνουμε.
Μπορούμε να αρωματίσουμε τα μελομακάρονα με μαστίχα προσθέτοντας στο σιρόπι 300-400 ml λικέρ μαστίχας.
- Παράθεση :
- ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ
Το όνομά τους προέρχεται από το τουρκικό "Kurabiye", γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και άχνη ζάχαρη.
Μεταφορικά, κουραμπιές σημαίνει (α) στρατιωτικός που δεν παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις της πρώτης γραμμής, αλλά είναι τοποθετημένος στα γραφεία υπηρεσίας, (β) δειλός, φοβητσιάρης, (γ) καλομαθημένος, μαμόθρεφτος.
Σε επιθεωρήσεις του 1940, "κουραμπιέδες" αποκαλούνταν οι Ιταλοί του Μουσολίνι, όπως στο τραγούδι "Το ευζωνάκι".
Βάση της επιτυχίας του είναι το αγνό βούτυρο και το επιμελημένο κτύπημα
Όσο πιο αφράτο γίνεται το μείγμα του βουτύρου, τόσο πιο αφράτος θα γίνει ο κουραμπιές.
Το αφράτεμα του βουτύρου με τη ζάχαρη απαιτεί πολύ δυνατό χτύπημα. Όμως, μόλις προστεθεί το αλεύρι, πρέπει το χτύπημα να γίνεται αργά, σε χαμηλή ταχύτητα, για να μην καταστραφεί η αφράτη υφή που έχει αποκτήσει το μείγμα.
Να ψήνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες και όχι πάρα πολύ, ώστε να μην αποκτά τραχιά και σκληρή υφή και να βγαίνει λευκός.
Απαραίτητο είναι να ζαχαρωθεί όταν είναι κρύος. Γιατί όταν είναι ζεστός, η πρώτη στρώση ζάχαρης δημιουργεί ένα χονδρό υπόστρωμα που δεν είναι καθόλου ευχάριστο όταν το τρώμε.
Πάντα να τον σκεπάζουμε καλά, γιατί απορροφά πολύ εύκολα υγρασία, νοτίζει και δεν διατηρείται τραγανός.
Διατηρείται για αρκετό διάστημα όταν είναι κλεισμένος ερμητικά σε ειδικό σκεύος.
Μπορούμε να μη βάλουμε αμύγδαλα και να ανοίξουμε τη ζύμη του σε φύλλο και να το κόψουμε σε διάφορα σχήματα, π.χ. αστέρια, καρδιές, κτλ.
- Παράθεση :
- ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ
Το γαλακτομπούρεκο είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως ένα χαρακτηριστικό γλυκό της ελληνικής κουζίνας. Κάποιοι, μάλιστα, το θεωρούν ως την ελληνική παραλλαγή του μιλφέιγ.
Παρόλο που η καταγωγή του είναι ξεκάθαρη υπάρχει ένα μικρό μπέρδεμα με το όνομά του. Η λέξη ''γαλακτομπούρεκο'', πιθανώς, προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων ''γάλα'', που χρησιμοποιείται για την κρέμα, και της τούρκικης λέξης ''μπουρέκ''. Η λέξη ''μπουρέκι'' περιγράφει μια σειρά από τούρκικα εδέσματα που φτιάχνονταν αρχικά με ζύμη ψωμιού και αργότερα με λεπτοανοιγμένα φύλλα και διάφορες γεμίσεις. Από το 1788, άλλοστε, υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι Οθωμανοί έφτιαχναν γλυκά με πολλά φύλλα που έμοιαζαν με τα γκατό φεγγιέτ των Γάλλων. Το περίεργο είναι ότι παρόλο που για τον όρο ''φύλλο'' χρησιμοποιείται διεθνώς η ελληνική λέξη, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η καταγωγή του φύλλου είναι τουρκική. Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Τούρκοι Οθωμανοί είχαν επινοήσει την παρασκευή λεπτής και επίπεδης ζύμης ψωμιού που καταγράφεται με το όνομα ''γιουφκάς'', που είναι και η λέξη που χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα οι Τούρκοι για το φύλλο. Από τα υποτυπώδη λοιπόν παρασκευάσματα των νομάδων με αλεύρι και νερό και μετά από πειραματισμούς αιώνων, οι Οθωμανοί κατέληξαν στα περίτεχνα μπουρέκια με τα λεπτεπίλεπτα φύλλα και τις γλυκές παραλλαγές τους.
Πιθανότατα οι Έλληνες επινόησαν την πλέον λεπτή μορφή του, το ονόμασαν ''φύλλο'' και η λέξη πέρασε στην αγγλική και αμερικανική ορολογία της κουζίνας. Μέχρι το 1946 το φύλλο παρασκευαζόταν χειροποίητα, την ιδία χρονιά όμως μια εταιρεία (Le Conie Stiles of Seattle, Washington) στην Ουάσιγκτον ανακαλύπτει και πατεντάρει μια μηχανή που ''απλώνει'' τη ζύμη σε φύλλο. Οι μηχανές παρασκευής φύλλου τελειοποιηθήκαν το 1971. Ένα πάντως είναι σίγουρο: το γαλακτομπούρεκο, αποτέλεσμα γλυκείας συνύπαρξης της ελληνικής και τούρκικης κουζίνας, είναι νοστιμότατο και, μετά το τσουρέκι, το πιο πασχαλινό γλυκό...
- Παράθεση :
- ΓΛΕΙΦΙΤΖΟΥΡΙΑ
Η ιδέα για το πρώτο γλειφιτζούρι γεννήθηκε όταν οι άνθρωποι των σπηλαίων χρησιμοποίησαν ένα ραβδάκι, για να συλλέξουν το μέλι από τις κυψέλες των μελισσών.
Αρχαιολογικές ανακαλύψεις αναφέρουν ότι οι αρχαίοι Άραβες, Κινέζοι και Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν γλυκά από φρούτα και καρπούς, τα καραμελωναν με μέλι και, για να τα τρώνε ευκολότερα, ενσωμάτωναν ένα ραβδάκι.
Το Μεσαίωνα στην Ευρώπη, η ζάχαρη ήταν μια πολυτέλεια ιδιαίτερα ακριβή, που την χαίρονταν μόνο οι ευγενείς και οι πλούσιοι. Για να διαρκέσει περισσότερο η απόλαυση, έβρασαν τη ζάχαρη και δημιούργησαν την καραμέλα. Ολοκλήρωναν την επεξεργασία του γλυκού από σκληρή καραμέλα χρησιμοποιώντας ραβδάκια και λαβές.
Τον 17ο αιώνα, η ζάχαρη υπήρχε πια σε αφθονία, η καραμέλα έγινε η αγαπημένη λιχουδιά όλων και, για να καταναλώνεται πιο εύκολα, πρόσθεσαν ένα ξυλαράκι. Το γλειφιτζούρι είναι πια γεγονός!!!
Το γλειφιτζούρι, ή lollipop κατά τους Άγγλους, άρχισε να πουλιέται στους δρόμους του Λονδίνου την εποχή του Καρόλου Ντίκενς. Λέγεται, μάλιστα, ότι οφείλει το όνομά του στους πλανόδιους πωλητές. Άλλες πηγές θεωρούν ότι το γλειφιτζούρι το επινόησε ο George Smith το 1908, βαφτίζοντάς το, μάλιστα, με το όνομα του αγαπημένου αλόγου του στον ιππόδρομο: Lolly Pop!
Το 1916, ο Samuel Born επινόησε τη μηχανή που αυτόματα μπορούσε να τοποθετήσει το ξυλαράκι στην καραμέλα. Για αυτή την επαναστατική του εφεύρεση, η πόλη του Σαν Φρανσίσκο τον τίμησε με το κλειδί της πόλης.
- Παράθεση :
- ΕΛΙΑ
Η ελιά είναι το ιερό δέντρο της Μεσογείου. Από τα προϊστορικά χρόνια συμβιώνει με τους λαούς που κατοίκησαν τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, τον Ελλαδικό χώρο, την Ιταλία, τη Σικελία, την Ιβηρική Χερσόνησο, τη Νότια Γαλλία και τα παράλια της Βόρειας Αφρικής.
Οι Φοίνικες, πιθανότατα, διέδωσαν την καλλιέργεια της ελιάς στην Κρήτη και στα παράλια της Ελλάδας και οι Έλληνες αργότερα στους λαούς της Δυτικής Μεσογείου.
Η αρχή της ελαιοκαλλιέργειας τοποθετείται περίπου στην 3η χιλιετία π.Χ. Τόσο η Κρήτη όσο και η ηπειρωτική Ελλάδα από τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. μας δίνουν μαρτυρίες για την ελιά και το λάδι. Στο ανάκτορο της Ζάκρου, στην ανατολική Κρήτη, βρέθηκαν ελιές μέσα σε δεξαμενή νερού που διέσωζαν ακόμα τη σάρκα τους.
Σε επιγραφές της με γραμμική Β γραφή εντοπίζουμε πληροφορίες για το λάδι, που το χρησιμοποιούσαν βέβαια στη διατροφή, αλλά κυρίως το χρησιμοποιούσαν ως βάση για αρώματα και αλοιφές του σώματος, που μάλλον είχαν και θεραπευτικές ιδιότητες.
Η καλλιέργεια της ελιάς και η χρήση του λαδιού συνεχίστηκε στα ιστορικά χρόνια και λόγω του σημαντικού ρόλου της στην αθηναϊκή οικονομία έγινε το ιερό δέντρο της Αθήνας. Η ελιά, όπως αναφέρει ο μύθος, ήταν το δώρο της θεάς Αθηνάς στους κατοίκους της πόλης. Στην Ακρόπολη υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, η πρώτη ελιά που η θεά χάρισε στους Έλληνες, και στην Ακαδημία οι 12 ιερές ελιές και ο ιερός ελαιώνας από τον οποίο προερχόταν το λάδι που δινόταν ως έπαθλο στους νικητές των Παναθηναίων. Η ελιά δεν έμεινε στην ιστορία ως ένα δέντρο που λατρευόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά μέχρι τις μέρες μας θεωρείται από όλους τους λαούς σύμβολο ειρήνης, νίκης, αθανασίας και ευφορίας.
- Παράθεση :
- ΚΕΡΑΣΙΑ
Tο πρώτο δέντρο κερασιάς πιστεύεται ότι γεννήθηκε στις ακτές της Κασπίας θάλασσας ή στην περιοχή του Πόντου. Όσο για τη διάδοσή του στην αρχαία Ελλάδα και μετέπειτα στη Ρώμη, οι ιστορικοί είναι μοιρασμένοι ανάμεσα σε τρεις εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη, τα αποδημητικά πουλιά ''έσπερναν'', στη διάρκεια των πτήσεών τους, τα κουκούτσια από τα κεράσια που είχαν καταπιεί στην Ανατολή. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ο στρατηγός Λούκουλος, διάσημος για τα πλούσια τραπέζια του, έφερε την κερασιά στην Ιταλία μετά τη μάχη της Κερασούντας. Στην πραγματικότητα, όμως, μάλλον είχε φέρει κάποια νέα ποικιλία, αφού το φρούτο ήταν ήδη γνωστό. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, έμποροι και μετανάστες μετέφεραν τα μοσχεύματα του ''prunus avium'' (αυτό είναι το επιστημονικό όνομα της κερασιάς!) από τη χώρα καταγωγής τους στην Ελλάδα και μετά στη Ρώμη. Από τη Ρώμη, τα κεράσια πέρασαν στην Ευρώπη.
Οι κερασιές έχουν ιδιαίτερη θέση στην κουλτούρα της Ιαπωνίας. Είναι δέντρο σύμβολο και το προσφέρουν ως ένδειξη φιλίας σε άλλους λαούς. Επίσης η λαβή των σπαθιών των σαμουράι ήταν στολισμένη με κεράσια, που συμβόλιζαν την πολεμική κλίση και τη μοίρα αυτών των ανδρών. Ο κόκκινος καρπός του κερασιού ήταν σύμβολο του αίματος και της σάρκας, που έπρεπε να κοπεί για να φτάσει κανείς στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά και στους γάμους, το έθιμο απαιτεί να ετοιμάζεται ένα ρόφημα από άνθη κερασιάς, εγγύηση για την ευτυχία των νεονύμφων.
Πέρα από τους συμβολισμούς, το βέβαιο είναι ότι το ζουμερό, τραγανό κεράσι είναι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μικρών και μεγάλων σε όλη τη γη.
- Παράθεση :
- ΚΟΡΜΟΣ
Το κλασσικό γλυκό των Χριστουγεννιάτικων γιορτών, ο κορμός με κρέμα βουτύρου, μόκα ή σοκολάτα πιθανολογείται ότι έχει τις ρίζες του στην τελετουργία του κορμού από ξύλο, που κρατούσαν πάνω από τη φωτιά το βράδυ των Χριστουγέννων.
Ο κορμός καιγόταν τελετουργικά μπροστά σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Λίγο πριν χαθεί εντελώς μέσα στις φλόγες, έριχναν ένα ποτήρι κρασί, ένα κομμάτι ψωμί, λίγο αλάτι και μερικές σταγόνες από ένα αναμμένο κερί, ενώ ταυτόχρονα όλοι μαζί έψελναν έναν θρησκευτικό ύμνο.
Το έθιμο της καύσης του κορμού ήταν, επίσης, μια ευκαιρία για προβλέψεις. Έτσι, όταν η οικογένεια είχε παιδιά σε ηλικία γάμου, ο αριθμός από τις σπίθες που πετούσαν έδειχνε τον αριθμό των γάμων που θα γίνονταν μέσα στον επόμενο χρόνο, ενώ εάν είχαν ζώα, την αύξηση του κοπαδιού.
Πάντα σύμφωνα με την παράδοση, το μικρό απανθρακωμένο κομμάτι ξύλου που περίσσευε από εκείνη τη βραδιά είχε προστατευτικές ιδιότητες. Ξανάμπαινε στη φωτιά όταν ξεσπούσαν άγριες καταιγίδες, για να προφυλάξει το σπίτι από τους κεραυνούς. Οι στάχτες του φυλάσσονταν με μεγάλη προσοχή, για να προστατεύουν τους ενοίκους και τα ζώα του σπιτιού από τη δυστυχία ή την αρρώστια, αλλά και για να κρατούν μακριά τους μάγους και τις αλεπούδες.
Ο ξύλινος κορμός ήταν το απόλυτο γούρι για την οικογένεια και το σπίτι.
Ο Αντουάν Σαραμπό ήταν ο πρώτος που παρουσίασε ένα γλύκισμα με μπισκότο και κρέμα σε σχήμα κορμού σε κοσμικό ρεβεγιόν, το 1874.
- Παράθεση :
- ΖΑΜΠΑΛΙΟΝΕ
Τo Zαμπαλιόνε λέγεται ότι επινοήθηκε στις κουζίνες των Μεδίκων, στην Φλωρεντία, τον 16ο αιώνα.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει σαν τόπο καταγωγής του Zαμπαλιόνε το Τορίνο. Σύμφωνα με αυτή, πήρε το όνομά του από τον τοπικό ιερέα San Pasquale Bayon, ξακουστό για τις ικανότητές του στη μαγειρική.
Oι Ελβετοί, πάνω από 100 χρόνια, θεωρούν το Zαμπαλιόνε δικό τους εφεύρημα.
Τo Zαμπαλιόνε (Zabaione), για πρώτη φορά, παρουσιάστηκε στο café Greco στη Ρώμη.
Tο όνομά του προέρχεται από το ναπολιτάνικο ρήμα ''zapillare'' που σημαίνει ''αφρίζω''.
Μπορούμε να το σερβίρουμε σε ψηλά ποτήρια, με συνοδεία μπισκότων.
- Παράθεση :
- ΜΑΝΤΛΕΝ
Οι γνώστες της ιστορίας της γαστρονομίας συνδέουν πάντα τις μαντλέν με τον περίφημο Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Το μικρό, σε σχήμα αχιβάδας, κέικ περνά στην αθανασία... Η γεύση του, σαν βούτημα στο τσάι, αποτελεί αφετηρία στο βιβλίο ''Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο'', ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα.
Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Προυστ, η γεύση της μαντλέν γυρίζει τον ήρωα στην παιδική του ηλικία, όπου οι αναμνήσεις του ξεκινούν με την περιγραφή της απέραντης ευφορίας που νιώθει στο δάγκωμα του πρώτου κομματιού. Ωστόσο, οι μαντλέν υπήρχαν πολύ πριν από την παιδική ηλικία του Προυστ, αλλά, ως συνήθως, οι απόψεις των ιστορικών διίστανται.
Κάποιοι θεωρούν ως πατρίδα της μαντλέν την πόλη Commercy της Λωραίνης. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, τον 18ο αιώνα, στο μοναστήρι της Αγίας Marie Magdalene, οι καλόγριες επινόησαν τη συνταγή για τις μαντλέν. Το γλυκό είχε μεγάλη επιτυχία και το πουλούσαν για να συγκετρώσουν χρήματα για τους φτωχούς. Η συνταγή κρατήθηκε μυστική για πάρα πολύ καιρό, όμως, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, την πούλησαν πολύ ακριβά στους αρτοποιούς της πόλης. Αυτοί συσκεύαζαν τις μαντλέν σε οβάλ κουτιά και τις πουλούσαν ως τοπική σπεσιαλιτέ.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, μια νεαρή υπηρέτρια, η Madeleine, έφτιαξε, τα μικρά ζουμερά κέικ για τον δούκα της Λωραίνης, Στανισλάς Λεσζίνσκι. Ο δούκας, ενθουσιασμένος, τους έδωσε το όνομά της. Αργότερα, η κόρη του, Μαρία, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 15ο και πήρε τη συνταγή μαζί της στις Βερσαλλίες, όπου οι μαντλέν έγιναν μόδα στη γαλλική Αυλή.
Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τον 19ο αιώνα, ο Jean Avice επινόησε τη συνταγή για τις μαντλέν όταν εργαζόταν ως σεφ ζαχαροπλαστικής για τον πρίγκιπα Ταλλεϋράνδο και ήταν ο πρώτος που τις έψησε σε φόρμες.
- Παράθεση :
- ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ
Οι ιστορικοί κατέληξαν μετά από μεγάλη έρευνα ότι η επινόηση της μαρμελάδας και ιδιαίτερα της μαρμελάδας πορτοκάλι αποδίδεται στους Άγγλους και ειδικότερα στους Σκωτσέζους. Άλλα ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες έψηναν τα κυδώνια με μέλι, χωρίς φυσικά να ξέρουν τίποτα για την πηκτίνη.
Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν αυτή την τεχνική και έφτιαχναν γλυκά παρασκευάσματα χρησιμοποιώντας κυδώνια και μήλα.
Αργότερα, στο βιβλίο τελετών του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου αναφέρονται συνταγές αυτού του είδους ''πρωτο-μαρμελάδας'' με κυδώνι, λεμόνι, δαμάσκηνο και αχλάδι.
Πιστεύεται ότι ένα είδος πάστας από κυδώνι έφτασε από την Πορτογαλία στην Αγγλία στο τέλος του 15ου αιώνα. Ήταν είδος πολυτελείας και το κατανάλωναν εκτός από γλυκό και ως φάρμακο. Στις κουζίνες των Τυδώρ άρχισαν να πειραματίζονται και με άλλα φρούτα, κυρίως με πορτοκάλια και λεμόνια. Σε ιστορικά βιβλία αναφέρεται ότι το 1524 ο βασιλιάς Ερρίκος ο 8ος έλαβε ως δώρο ένα κουτί με μαρμελάδες. Τα χρόνια περνούν και φτάνουμε στο 18ο αιώνα στη Σκωτία στην πόλη Dundee, όπου λέγεται ότι μια κυρία επινόησε τη μαρμελάδα, περίπου με τη σημερινή της μορφή, χρησιμοποιώντας πορτοκάλια από τη Σεβίλλη. Ο μύθος μάλλον έχει μια δόση αλήθειας γιατί η κύρια Janet και η οικογένεια της έφτιαξαν το 1797 στη Σκωτία το πρώτο εργοστάσιο μαρμελάδας.
Μεγάλη σύγχυση όμως υπάρχει και γύρω από το όνομα της μαρμελάδας. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η βασίλισσα Μαίρη της Σκωτίας ταξίδεψε από τη Γαλλία στη Σκωτία, έτρωγε γλυκό από κυδώνι ως φάρμακο για τον πονοκέφαλο και τη ναυτία. Για το λόγο αυτό, το ονόμασαν ''Marie malade'', επειδή όμως δεν είχαν όλοι άψογη γαλλική προφορά, έγινε ''marmalade''. Οι ιστορικοί δεν αποδέχονται το μύθο και πιστεύουν ότι η ονομασία μαρμελάδα εμφανίστηκε στην Αγγλική γλώσσα το 1480 δανεισμένη από τη γαλλική που με την σειρά της την είχε δανειστεί από την πορτογαλική λέξη ''marmelo''. Αναζητώντας όμως τη ρίζα της κάνουν μερικά βήματα πίσω, σταματούν στη λατινική λέξη ''melimelum'' και καταλήγουν στην ελληνική λέξη ''μελίμελον''.
- Παράθεση :
- ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΣΗ ΒΑΖΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ:
Πλένουμε καλά τα βάζα με καυτό νερό. Τα τοποθετούμε ανάποδα σε μια πετσέτα και τα βάζουμε στο φούρνο (μαζί με την πετσέτα) στους 100 βαθμούς, για 15 λεπτά. Τα βγάζουμε από το φούρνο ζεστά και τα γεμίζουμε επί τόπου με τη μαρμελάδα ή το γλυκό του κουταλιού, μέχρι πάνω. Τα κλείνουμε καλά. Το γλυκό πρέπει να είναι καυτό και τα βάζα ζεστά.
- Παράθεση :
- ΜΕΛΙ
Το μέλι έχει τόσο παλιά ιστορία όσο και ο άνθρωπος. Αρχαίοι λαοί όπως οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Χετταίοι, οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι είχαν εντάξει το μέλι στη διατροφή τους, θεωρώντας το δώρο των θεών. Οι μύθοι και οι ιστορίες γύρω από το μέλι, τη μόνη γλυκαντική ουσία για πολλούς αιώνες, είναι πάρα πολλοί.
Σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία, ο θεός Ρα έκλαψε, τα δάκρυα του όταν έπεσαν στο χώμα μεταμορφώθηκαν σε μέλισσες και το μέλι γεννήθηκε από αυτά τα δάκρυα. Η μέλισσα για τους αρχαίους Αιγυπτίους συμβόλιζε την ψυχή του νεκρού, που ζει στην αιωνιότητα και το μέλι θεωρείτο μόνο βασιλικό προνόμιο. Αργότερα η χρήση του μελιού φαίνεται ότι διευρύνεται κοινωνικά και σε πάπυρους το μέλι αναφέρεται ως θεραπευτικό μέσο για δεκάδες παθήσεις. Κανείς πάντως δεν ξεχνά την κοκέτα βασίλισσα Κλεοπάτρα που απολάμβανε το μπάνιο της μέσα σε μίγμα από μέλι και γάλα.
Στα ιερά βιβλία των αρχαίων Ινδών διασώζονται μύθοι που αναφέρουν ότι το ποτό των θεών παρασκευαζόταν από μέλι, θεράπευε όλες τις ασθένειες και παρέτεινε τη ζωή.
Από την αρχαία Ελλάδα πλήθος μυθολογικών αναφορών και ευρημάτων μαρτυρούν τη μεγάλη σημασία του μελιού στην καθημερινή ζωή ως τρόφιμο αλλά και ως θεραπευτικό μέσο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι Θεοί του Ολύμπου τρέφονταν με μέλι και το χαρακτήριζαν ως σύμβολο καλής υγείας και μακροζωίας.
Στη μυθολογία, η Μέλισσα είναι η νύμφη που ανέθρεψε στην Κρήτη τον Δία με γάλα και μέλι όμως Μέλισσα λεγόταν και η νύμφη που ανακάλυψε τη τέχνη της μελισσοκομίας και τη δίδαξε στον ημίθεο Αρισταίο, γιο του Απόλλωνα, που θεωρείται ο πρώτος Έλληνας μελισσοκόμος.
Στους ιστορικούς χρόνους συναντούμε συγγράμματα του Ιπποκράτη, του Αριστοτέλη και του Δημόκριτου που αναφέρονται στις ευεργετικές ιδιότητες του μελιού στην υγεία και τη μακροζωία, ενώ ο Πυθαγόρας και οι οπαδοί του είχαν το μέλι ως την κύρια τροφή τους. Στη Σπάρτη, οι παιδαγωγοί και οι εκπαιδευόμενοι έφηβοι ζούσαν στον Ταΰγετο για ένα μήνα τρεφόμενοι αποκλειστικά με μέλι.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μέλι. Ο συγγραφέας της εποχής του Νέρωνα Γάϊος Πλίνιος Σεκούνδος ο πρεσβύτερος σε πολλά έργα του αναφέρεται σε πανηγυρικά συμπόσια στα οποία περίοπτη θέση κατείχαν ποτά με κύριο συστατικό το μέλι.
Ο θεός έρωτας πριν εκτοξεύσει τα βέλη του τα βουτούσε μέσα στο μέλι, και ίσως γι' αυτό ο έρωτας των ανθρώπων με το μέλι κρατά αιώνες...
- Παράθεση :
- ΜΟΥΧΑΛΕΜΠΙ
Το μαλεμπί, η «σοφιστικέ» κρέμα από γάλα και ροδόνερο αποτελεί, ίσως, το πιο δημοφιλές γλυκό με γάλα στην Τουρκία.
Αν και το μαλεμπί είναι ένα από τα πιο αγαπημένα γλυκά των Τούρκων, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι αυτό το γλύκισμα δεν γεννήθηκε στα εδάφη της Τουρκίας.
Οι τουρκογενείς φυλές, όταν ξεκίνησαν από την Κεντρική Ασία τη μακρινή διαδρομή τους για να καταλήξουν στη Μ. Ασία, γνώρισαν το μαλεμπί των Αράβων, το οποίο στη συνέχεια ενέταξαν στη διατροφή τους.
Σύμφωνα μάλιστα με τα παλατιανά Λογιστικά κατάστιχα εξόδων, το μαλεμπί δεν έλειπε από το τραπέζι του Μεχμέτ του πορθητή, του πρίγκιπα Μπαγέιτ και ήταν ένα από τα εξαιρετικά φαγητά που προσφερθήκαν στους αγάδες στο γιορτινό γεύμα για τον εορτασμό της τελετής περιτομής του πρίγκιπα Τζιχαγκίρ το 1539. Τότε μάλιστα σερβιριστικε όχι σαν γλύκισμα αλλά σαν γεύμα -όπως τα Σουφλέ της γαλλικής κουζίνας δηλ, μεταξύ των μαγειρευτών και των ψητών κρεάτων
Τον 19ο αιώνα οι πλανόδιοι πωλητές - οι μαλεπιτζίδες - πουλούσαν το γλυκό αυτό στους δρόμους της Πόλης. Λίγο αργότερα άνοιξαν και τα πρώτα μαλεμπιτζίδικα.
Στα Οθωμανικά εγχειρίδια μαγειρικής από τον 15αι εως τον 20αι βρίσκουμε πολλές συνταγές μαλεμπιων που διαφέρουν κυρίως ως προς το άρωμα, άλλοι χρησιμοποιούν ροδόνερο, άλλοι μαστίχα και άλλοι αρμπαρόριζα.
- Παράθεση :
- ΠΡΟΦΙΤΕΡΟΛ
Η λέξη Profiteroles εμφανίζετε τον 16ο αιώνα και σήμαινε αρχικά μικρά κέρδη, πιθανολογείτε ότι ονόμασαν έτσι ένα πιάτο που μαγείρευαν για τούς υπηρέτες με τα περισσεύματα από το τραπέζι των αρχόντων, στη συνέχεια τη χρησιμοποίησαν για να χαρακτηρίσουν τη ζύμη που «κερδίζει», δηλαδή που φουσκώνει στο ψήσιμο.
Το 17ο αιώνα καταγράφετε μια συνταγή ως σούπα 'προφιτερολ' με κομματάκια ζύμης αμύγδαλα και ζωμό. Η συνταγή που γνωρίζουμε καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα
Τα προφιτερόλ υπήρξαν αλμυρά πριν γίνουν επιδόρπια τον προηγούμενο αιώνα, παρασκεύαζαν και προφιτερόλ σούπες, δηλ. μικρά σου που τα έριχναν μέσα στη σουπιέρα λίγο πριν τα σερβίρουν.
Μια σημερινή ποικιλία αυτών των προφιτερόλ είναι τα γκουγιέρ, μικρά σου με τυρί, που οι Βουργουνδοί καταναλώνουν με μεγάλη ευχαρίστηση την ώρα του απεριτίφ.
Ο λεπτός συνδυασμός παγωτού και ζεστής σως είναι η έννοια του προφιτερόλ για τους Γάλλους εδώ και αρκετά χρόνια.
ΣΟΥ
To Σου πήρε το όνομα του, λόγω τού σχήματος του από την Γαλλική λέξη λάχανο
Το 1533 η Αικατερίνη των Μεδίκων παντρεύετε τον Δούκα της Ορλεανης μετέπειτα βασιλιά της Γαλλίας Henry 11, μαζί της παίρνει τον σεφ Panterelli, που πιστεύετε οι δημιούργησε προς τιμήν της τα Σού
ΕΚΛΕΡ
Η 22α Ιουνίου έχει καθιερωθεί στις Η.Π.Α ως ημέρα εορτής του σοκολατένιου εκλερ
Τα Σοκολατένια εκλερ είναι τα ένα από τα αγαπημένα γλυκά του Χαρυ Ποτερ
Τα εκλερ πήραν το όνομά τους, που σημαίνει λάμψη στα γαλλικά, από την γυαλάδα που αποκτούσαν από την επικάλυψη καραμέλας η σοκολάτας
ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ
Ο τόπος γέννησης του μπακλαβά δεν είναι γνωστός με ακρίβεια. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Ασσύριοι, τον 8ο αιώνα π.Χ., επινόησαν την κατασκευή λεπτών φύλλων από ζύμη και έφτιαξαν την πρώτη εκδοχή μπακλαβά. Γέμισαν τα φύλλα με ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς, τα έψησαν και τα σιρόπιασαν με μέλι.
Οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι, ταξιδεύοντας ανατολικά μέχρι τη Μεσοποταμία, ανακάλυψαν την απόλαυση του Μπακλαβά και έφεραν τη συνταγή στην Αθήνα. Η ονομασία "Phyllo" (φύλλο), άλλωστε, επινοήθηκε από τους Έλληνες.
Σε όλη την Ανατολή μέχρι και την Ελλάδα αρχίζει πια να ''ψήνεται'' ένα πρώιμο είδος μπακλαβά.
Στα παλάτια του αρχαίου βασιλείου της Περσίας τον αρωματίζουν με γιασεμί, οι Αιγύπτιοι βάζουν ροδόνερο και κάρδαμο, οι Αρμένιοι προσθέτουν για πρώτη φορά κανέλα και γαρίφαλο και το ψήσιμο συνεχίζεται στις κουζίνες των Βυζαντινών.
Μετά την πτώση του Βυζαντίου, ο μπακλαβάς ''κατακτά'' τους Οθωμανούς και, για πολλούς, από αυτή την περίοδο ξεκινά η πραγματική του ιστορία.
Mέχρι τον 18ο αιώνα, όμως, ο μπακλαβάς δεν ήταν το υπ' αριθμόν ένα γλυκό του οθωμανικού σαραγιού. Ήταν μάλλον ένα παρακατιανό γλυκό που μοίραζε το παλάτι κάθε χρόνο την 15η μέρα του ραμαζανιού στους γενίτσαρους. Ο υπέροχος μπακλαβάς με τα είκοσι-τριάντα αέρινα φύλλα είναι μεταγενέστερος και εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα. Το απλό αυτό γλυκό, χάρη στην επιδεξιότητα των Αράβων και λοιπών μαγείρων, έγινε ένα από τα πιο φημισμένα γλυκά της υψηλής οθωμανικής κουζίνας. Το κόψιμο σε τετράγωνα η τρίγωνα κομμάτια επινοήθηκε από τον Monsieur Guillaume, τον ζαχαροπλάστη της Μαρίας Αντουανέτας, που κατέφυγε στις κουζίνες του Τοπκαπί μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Η αγάπη του παλατιού για τον μπακλαβά δεν ήταν όμως και τόσο αγνή. Θεωρούσαν τα δύο κύρια συστατικά του, το μέλι και τα φυστίκια, ιδιαίτερα αφροδισιακά. Για να ενισχύσουν μάλιστα την... δράση του, προσέθεταν ορισμένα μπαχαρικά, κανέλα για τις γυναίκες, κάρδαμο για τους άνδρες και για τα δύο φύλα γαρίφαλο.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ο μπακλαβάς ήταν ένα γλυκό για πλούσιους. Άλλωστε, έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας η έκφραση: "δεν είναι τόσο πλούσιος για να τρώει και κάθε μέρα μπακλαβά'' (boerek, μπουρέκ).
- Παράθεση :
- ΜΠΑΜΠΑ ΜΕ ΡΟΥΜΙ
O Στάνισλας Λεζίνσκι, o έκπτωτος βασιλιάς της Πολωνίας, βρίσκοντας το Kugelhopf (το περίφημο Αλσατικό μπριός) πολύ στεγνό, σκέφτηκε να το μαλακώσει με σιρόπι από αλκοόλ. Το αποτέλεσμα τον ενθουσίασε και το βάφτισε ''baba'', προς τιμήν του Αλή Μπαμπά, του ηρώα του παραμυθιού ''Χίλιες και μία Νύχτα''. Όταν η κόρη του Στάνισλας, Μαρία, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 15ο, πήρε μαζί της στις Βερσαλλίες τον ζαχαροπλάστη της, Nicola Stohrer. Ένας απόγονος του Nicola υποτίθεται ότι είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει το ρούμι στο σιρόπι του baba.
Μια πιο ταπεινή αλλά ίσως πιο αληθοφανής εκδοχή βρίσκει τις ρίζες του baba σε μια παραδοσιακή πολωνική συνταγή. Στην Πολωνία παρασκεύαζαν ένα πολύ ψηλό γλύκισμα από αλεύρι σίκαλης και σιρόπι από κρασί Ουγγαρίας, που το έλεγαν Μπάμπκα. Το όνομα στη σλαβική γλώσσα σημαίνει ''γριά'' ή ''γιαγιά''. Το baba είναι μάλλον το υποκοριστικό της ίδιας λέξης.
Το 1840 ένας από τους αδερφούς Ζουλιέν (Julien) άρχισε να πειραματίζεται με τις συνταγές του baba, άλλαξε το σχήμα (κάνοντας τρύπα στο κέντρο) και τη συνταγή του σιροπιού και το ονόμασε Brillat-Savarin, προς τιμήν του Γάλλου γαστρονόμου Jean Anthelme Brillat-Savarin. Η συνταγή είχε μεγάλο σουξέ αλλά όλοι συνέχισαν να το λένε ''Μπαμπά με ρούμι'' ή απλώς ''Σαβαρέν''.
Τι άλλο να περιμένει κανείς από ένα γλύκισμα που το λένε ''μπαμπά'' αλλά το όνομά του σημαίνει γιαγιά, ξεκίνησε από την Πολωνία αλλά θεωρείται γαλλική επινόηση και το φτιάχνει η Μπαμπέτ στην υπέροχη δανέζικη ταινία που όμως υμνεί τη γαλλική κουζίνα;
ΜΠΑΝΑΝΑ
Γεννημένη κάπου στην τροπική ζώνη και πιθανώς καλλιεργημένη για πρώτη φορά στην Παπούα (Νέα Γουινέα), η μπανανιά συμβολίζει για τους βουδιστές το εύθραυστο και το εφήμερο των πραγμάτων αυτού του κόσμου.
Στη Σρι-Λάνκα πιστεύουν ότι ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου δεν ήταν το μήλο αλλά η μπανάνα.
Στην παγκόσμια ιστορία ενδυματολογίας, η μπανανιά κατέχει περίοπτη θέση αφού το φύλλωμά της, που είναι εύκαμπτο και αδιάβροχο, ήταν το πρώτο ρούχο που φόρεσαν ο Αδάμ και η Εύα όταν εκδιώχθηκαν από τον κήπο της Εδέμ. Οι βοτανολόγοι ονόμασαν τις πρώτες μπανανιές ''μούσες του Παραδείσου''.
Οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανακάλυψαν τις μπανάνες όταν έφτασαν στην Ινδία, αλλά τους απαγορεύθηκε να τις φάνε γιατί, πίστευαν ότι βάραιναν το στομάχι και μείωναν τη μαχητικότητα. Παρόλα αυτά λέγεται ότι ο Μ. Αλέξανδρος έφερε τις μπανάνες στην Ευρώπη.
Ο Μέγας Ναπολέων δοκίμασε τις πρώτες του μπανάνες στο νησί της Αγίας Ελένης. Οι φήμες λένε ότι τις λάτρευε φλαμπέ με ρούμι και περιχυμένες με μέλι.
Αυτό το φρούτο, ένα από τα σπάνια που απολαμβάνουμε όλο το χρόνο, έγινε πολύ γνωστό στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν τελειοποιήθηκαν τα ειδικά καράβια, με τα αμπάρια όπου πλέον μπορούσαν να διατηρηθούν οι μπανάνες στους 12οC και να ωριμάζουν ακόμα και κομμένες.
Η μπανάνα, που το όνομά της προέρχεται πιθανώς από την αραβική λέξη banan, που σημαίνει δάκτυλο, με τις προσαρμοστικές της ικανότητες και τις πολλαπλές χρήσεις της, κατέκτησε όλο τον πλανήτη. Η μπανανιά, που οι Άραβες πήγαν στην Αφρική και οι Ισπανοί στην Αμερική, δεν είναι δέντρο αλλά ένα ετήσιο φυτό που φτάνει τα 6-8 μέτρα ύψος. Η στενή αλληλουχία των φύλλων σχηματίζει τον ''κορμό'' που κόβεται μετά τη συγκομιδή του καρπού. Σαρκώδης, γλυκιά, γευστική και πρακτική αλλά κυρίως υγιεινή, η μπανάνα έχει το παρατσούκλι ''φρούτο με κίτρινη φορεσιά''.
ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ
Χιλιάδες χρόνια πριν, τα μπαχαρικά, εκτός από πηγή πλουτισμού, ήταν οι προπομποί στην επαφή ξένων πολιτισμών και παραδόσεων, νοστίμιζαν τα φαγητά, καίγονταν για να καθαρίσουν τον μολυσμένο αέρα, θεράπευαν ασθένειες και έδιναν ισχυρά αφροδισιακά.
Από το 2000 π.Χ. υπάρχουν αναφορές για εμπόριο μπαχαρικών. Οι Φοίνικες ήταν μάλλον οι πρώτοι που άνοιξαν τους δρόμους των μπαχαρικών, μετέφεραν πιπέρι, κανέλα, πιπερόριζα, μοσχοκάρφι. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι είναι δώρα της θεάς Αφροδίτης και τα χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ελαίων, φαρμάκων και αφροδισιακών στις διάφορες τελετουργίες. Οι Ρωμαίοι τα γνώρισαν από τους Έλληνες και τα λάτρεψαν. Το πιπέρι ήταν τόσο πολύτιμο που χρησιμοποιήθηκε για πληρωμή των φόρων. Ο Μάρκος Απίκιος, ξακουστός για τα συμπόσια και τα βακχικά του όργια αλλά και συγγραφέας μιας συλλογής συνταγών, ήταν λάτρης αυτών των εξωτικών γεύσεων.
Η Αλεξάνδρεια κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν το διεθνές εμπορικό κέντρο μπαχαρικών. Αργότερα και για αρκετούς αιώνες οι Άραβες κυριάρχησαν στο μονοπώλιο των μπαχαρικών και διέδιδαν για εκφοβισμό τρομακτικούς θρύλους για τεράστια θαλάσσια τέρατα που τσάκιζαν τα καράβια των απίστων και για άγρια θηρία που κρύβονταν στα πυκνά δάση με τα πολύτιμα φυτά. Σε ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο το τζίντζερ θεωρείται αφροδισιακό ενώ οι Ινδοί το μασούσαν χλωρό για πολλές ώρες, τρέφοντας έτσι τον θεό του φωτός Άγκνι, που ρυθμίζει τα ερωτικά ζητήματα.
Το 10ο μ.Χ. αιώνα οι Βενετοί έμποροι κατέχουν τα σκήπτρα στο εμπόριο των μπαχαρικών. Στα τέλη του 15ου αιώνα οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να σπάσουν το μονοπώλιο της Βενετίας και να ανοίξουν νέους δρόμους προς τις χώρες παραγωγής των μπαχαρικών.
Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι έφεραν μπαχαρικά από την Ινδία περνώντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Η αναζήτηση αυτή καθώς και η παράκαμψη των μουσουλμανικών χωρών δημιούργησε τεράστια εμπορική κίνηση μεταξύ Ευρώπης και Άπω Ανατολής και οδήγησε στην ανακάλυψη νέων χωρών. Τελικά, μήπως οι Ευρωπαίοι ψάχνοντας το πιπέρι, τον ''βασιλιά των μπαχαρικών'', και τη συνοδεία του, ανακάλυψαν την Αμερική;
ΜΠΙΣΚΟΤΟ
Το μπισκότο είναι συνήθως μια απλή κατασκευή, η ιστορία του όμως δεν είναι καθόλου απλή...
Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική ονομασία panis biscotus, που σημαίνει "ψωμί ψημμένο δύο φορές". Στην Αμερική τα λένε cookies. H ονομασία προήλθε από το ολλανδικό keokje, που σημαίνει ''μικρή τούρτα''.
Κάποιοι θεωρούν ότι τα μπισκότα δημιουργηθήκαν τυχαία... Ένας Ολλανδός μάγειρας, για να δοκιμάσει τη θερμοκρασία του φούρνου, έσταξε σε μια πλάκα λίγη από τη ζύμη του κέικ που ετοίμαζε, έτσι, άθελά του δημιούργησε το πρώτο μπισκότο.
Όμως, οι επίμονοι ιστορικοί της γαστρονομίας δεν αρκέστηκαν σε αυτή την απλή εξήγηση και άρχισαν το ψάξιμο. Ξεκίνησαν από τη νεολιθική εποχή, όταν, πριν 10.000 χρόνια, οι άνθρωποι έψηναν σε καυτές πέτρες καρπούς σιτηρών ανακατεμένους με νερό και χαρακτήρισαν τα μπισκότα ως ''απογόνους'' των πρώτων μαγειρεμένων τροφών.
Τον 7ο αιώνα, εντόπισαν τα μπισκότα σε μια από τις πρώτες χώρες που καλλιεργείται η ζάχαρη, την Περσία, βρήκαν ενδείξεις που αποδεικνύουν ότι και οι Ρωμαίοι έψηναν μπισκοτάκια και, στη συνέχεια, ανακάλυψαν ότι τα μπισκότα, με τη μουσουλμανική εισβολή στην Ισπανία, τις Σταυροφορίες και την ανάπτυξη του εμπορίου των μπαχαρικών, από την Αραβία εξαπλώθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη.
Τα μπισκότα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, γιατί αποτελούσαν την ιδανική τροφή για τα ταξίδια, καθώς ήταν εύκολο να μεταφερθούν και να διατηρηθούν για πολύ καιρό. Για αιώνες, κανένα πλοίο δεν ταξίδευε χωρίς να έχει εφοδιαστεί με τα σκληρά σαν κόκαλο μπισκότα, που ήταν βασικό μέρος της διατροφής του πληρώματος.
Και ενώ ναύτες, εξερευνητές και στρατιώτες μασουλούν ξερά μπισκότα στις κουζίνες του Μεσαίωνα, πειραματίζονται για να πλουτίσουν τη γεύση των μπισκότων με βούτυρο, ζάχαρη και αλλά υλικά.
Στο τέλος του 14ου αιώνα, πουλούσαν ένα είδος μπισκότου-γκοφρέτα στους δρόμους του Παρισιού.
Τον 16ο αιώνα, τα πρώτα μπισκότα φτάνουν στην Αμερική από Άγγλους, Σκωτσέζους και Ολλανδούς μετανάστες, αργότερα, οι κυρίες στις φυτείες του Νότου συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε συνταγές μπισκότων που ονόμαζαν ''μικρά κέικ για το τσάι''.
Τον 19ο αιώνα, καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία και πέφτει η τιμή της ζάχαρης, τα μπισκότα αρχίζουν να παράγονται σε μεγάλες ποσότητες. Παρόλο που σε όλο τον κόσμο υπάρχουν πολλές εκατοντάδες συνταγές για μπισκότα, όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα: τα μπισκότα είναι αχτύπητα!
Πάνω από 2 δισεκατομμύρια μπισκότα καταναλώνονται ετησίως στις Η.Π.Α.
ΚΕΪΚ
Τα πρώτα κέικ ψήθηκαν από τους Αιγυπτίους, έμοιαζαν πολύ με το ψωμί και περιείχαν μέλι και ξηρούς καρπούς.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο όρος cake προέρχεται από τη λέξη kaka των Βίκινγκς και άρχισε να χρησιμοποιείται στην Αγγλία από τον 13ο αιώνα.
Οι ''πρόγονοι'' των σημερινών κέικ άρχισαν να ψήνονται για πρώτη φορά στα μέσα του 17ου αιώνα στην Ευρώπη.
Οι αρχαίοι Έλληνες ανακάτευαν κουκουνάρια, καρύδια, χουρμάδες, αμύγδαλα, παπαρουνóσπορο και έφτιαχναν πίτες που αποκαλούσαν ''πλακούντες''. Η συνταγή του γλυκίσματος πέρασε στους Ρωμαίους, που το ονόμασαν "placenta".
- Παράθεση :
- ΠΑΓΩΤΟ
Το παγωτό είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια, όχι βέβαια όπως το ξέρουμε σήμερα, αλλά με τη μορφή αρωματισμένου πάγου. Οι Κινέζοι είναι ο πρώτος λαός που το 3000 π.Χ γεύτηκε το παγωτό. Ο Μάρκο Πόλο σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη ήταν αυτός που έφερε την ιδέα και την τεχνική στην Ευρώπη.
Η παγωμένη απόλαυση, ένα είδος του σημερινού σορμπέ, κατέκτησε τους Μεδίκους και από εκεί η Αικατερίνη (των Μεδίκων) - που η γαστρονομία της οφείλει πολλά - μετέφερε το σορμπέ στην κουζίνα των Γάλλων βασιλέων. Από τα τραπέζια των ευγενών σύντομα πέρασε και στα τραπέζια των λαϊκών τάξεων. Σύμφωνα με άλλους ιστορικούς, το σορμπέ ήταν γνωστό από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Νέρωνας, που φαίνεται να είχε πρόβλημα με τη ζέστη, απολάμβανε ένα είδος σορμπέ από χιόνι, που το έφερναν από τις Άλπεις, αναμεμειγμένο με φρούτα. Πειραματιζόμενη η ανθρωπότητα με τα σορμπέ προσθέτει γάλα και φτιάχνει το πρώτο παγωτό.
Τον 19ο αιώνα εμφανίζεται το παρφέ. Το πρώτο παρφέ ήταν γαλλική επινόηση, περιείχε καφέ και το έφτιαχναν σε ψηλά και λεπτά καλούπια παγωτού. Το επιδόρπιο αυτό δεν το πρόσφεραν όπως κάνουν στις μέρες μας στα γνωστά ποτήρια, αλλά το έβγαζαν από το καλούπι και το σέρβιραν αμέσως σε διακοσμημένα πιάτα. Το παρφέ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές επιδόρπιο στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Τότε άρχισαν να το φτιάχνουν μέσα σε καλούπια με σχήμα ''μπόμπας'' και να το σερβίρουν στα ειδικά ''ποτήρια παρφέ'' προσθέτοντας φρούτα, σιρόπι ή λικέρ. Στο παρφέ χρησιμοποιείται παχιά κρέμα γάλακτος, πράγμα που εμποδίζει το γρήγορο λιώσιμο, κόβεται εύκολα σε φέτες και φυσικά είναι πιο νόστιμο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το όνομά του στα γαλλικά σημαίνει ''τέλειο''!
ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ
Το αυγό μάλλον είναι η τελειότερη συσκευασία της φύσης. Για αυτή του την τελειότητα έχει υπάρξει σύμβολο μυστήριου, μαγείας και έχει χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο, σαν τροφή και σαν μέσο πρόβλεψης.
Το αυγό είναι στη μυθολογία και στη λαϊκή φαντασία το πανάρχαιο σύμβολο της γέννησης του κόσμου και της ζωής.
Για τους Κινέζους το αυγό συμβολίζει την ολότητα. Ο κρόκος είναι ο ουρανός και το ασπράδι η γη. Κατά τη δημιουργία του κόσμου, το Κοσμικό Αυγό άνοιξε στα δύο και τα δύο μισά σχημάτισαν τον ουρανό και τη γη.
Σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία, το αυγό, ως Λόγος Δημιουργός, ταξίδευε στην προαιώνια θάλασσα και ο Ήλιος, ο θεός Ρα, βγήκε από το Κοσμικό Αυγό.
Στην αρχαία Ελλάδα τα αυγά συμβολίζουν το μυστήριο της ζωής και της δημιουργίας. Στην ελληνική μυθολογία, η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε ένα αυγό από όπου αναδύθηκαν οι Διόσκουροι.
Για τους πρώτους Χριστιανούς, το αυγό συμβόλιζε τον τάφο από τον οποίο εξήλθε, όταν αναστήθηκε, ο Χριστός. Ωστόσο, πριν από τα χρόνια του Χριστού, τα χρωματιστά αυγά, και ιδιαίτερα τα κόκκινα, μνημονεύονται για εορταστι