[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]Ο ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
«Όταν τελείωσα την πρώτη εκδοχή του "
Καθρέφτη",
που αρχικά είχε τον τίτλο "Μια άσπρη, κάτασπρη μέρα", συνειδητοποίησα
ότι από κινηματογραφική άποψη η συλλογή δεν ήταν διόλου σαφής, ήταν
απλώς μια αναπόληση, γεμάτη ελεγειακή θλίψη και νοσταλγία για τα παιδικά
μου χρόνια –και δεν είχα αυτό στο μου. Ολοφάνερα κάτι έλειπε από το
σενάριο, κι αυτό που έλειπε ήταν κρίσιμο. Οπότε, ακόμα κι όταν
πρωτομελετούσα το σενάριο η ψυχή της ταινίας δεν είχε έρθει ακόμα να
κατοικίσει το σώμα της. Συνειδητοποιούσα έντονα την ανάγκη να βρω μια
λέξη-κλειδί που θα υψώσει την ταινία πάνω από το επίπεδο της λυρικής
βιογραφίας. […]
Ο "Καθρέφτης" είναι μεταξύ άλλων η ιστορία του
σπιτιού όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο αφηγητής, η ιστορία του
αγροκτήματος όπου γεννήθηκε, εκεί που έζησαν οι γονείς του. Το χτίσμα
αυτό, που είχε γίνει ερείπιο με τα χρόνια, ανακατασκευάστηκε,
«αναστήθηκε» από φωτογραφίες κι έγινε ακριβώς όπως ήταν. […]
Ο
"Καθρέφτης" δεν ήταν απόπειρα να μιλήσω για τον εαυτό μου, κάθε άλλο.
Αφορούσε τα αισθήματά μου απέναντι σε αγαπητά μου πρόσωπα, τη σχέση μου
μαζί τους, τον μόνιμο οίκτο μου γι’ αυτά, και τη δική μου ανεπάρκεια, το
αίσθημα ότι δεν εκπλήρωσα το καθήκον μου. Τα επεισόδια που θυμάται ο
αφηγητής κάποια στιγμή ακραίας κρίσης του προκαλούν μεγάλο πόνο ως το
τελευταίο δευτερόλεπτο, τον γεμίζουν θλίψη και ταραχή… […]
Δυσκολεύτηκα
αφάνταστα να εξηγήσω σε πολλούς ανθρώπους ότι δεν υπάρχει κρυμμένο,
κρυπτογραφημένο νόημα στην ταινία, ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την
επιθυμία μου να πω την αλήθεια. Συχνά οι διαβεβαιώσεις μου προκαλούσαν
δυσπιστία, ακόμα και απογοήτευση. Προφανώς ορισμένοι ήθελαν περισσότερα,
χρειάζονταν μυστικά σύμβολα και κρυφά νοήματα. Δεν ήταν συνηθισμένοι
στην ποιητική της κινηματογραφικής εικόνας. […]
Ήθελα να διηγηθώ την
ιστορία του πόνου που βασανίζει έναν άνθρωπο όταν νιώθει πως δεν μπορεί
να ξεπληρώσει τους δικούς του για όσα του έχουν δώσει. Νιώθει ότι δεν
τους αγάπησε αρκετά, κι αυτή η εντύπωση τον βασανίζει.[…]
Πιστεύω
ότι στον "Καθρέφτη" τα επίκαιρα και οι παιγμένες σκηνές έσμιξαν τελείως
φυσιολογικά, σε σημείο μάλιστα που πολλές φορές άκουσα ανθρώπους να
λένε ότι τα επίκαιρα τους φάνηκαν σκόπιμες ανακατασκευές για να δίνουν
εντύπωση επίκαιρων. Το ντοκιμαντερίστικο στοιχείο είχε γίνει οργανικό
μέρος της ταινίας.
[…]…το μοντάζ του "Καθρέφτη" χρειάστηκε
τεράστια δουλειά. Υπήρχαν γύρω στις είκοσι ή και παραπάνω εκδοχές. Δεν
εννοώ απλώς αλλαγές στη σειρά ορισμένων πλάνων, αλλά μείζονες μεταβολές
στην υπάρχουσα δομή, στη διαδοχή των επεισοδίων. Ορισμένες φορές η
ταινία έδινε την εντύπωση ότι δεν μπορεί να μονταριστεί, που σημαίνει
ότι στο γύρισμα είχαν γίνει απαράδεκτες παραλείψεις και σφάλματα. Η
ταινία δεν στεκόταν στα πόδια της, δεν έπαιρνε μορφή, σωριαζόταν χάμω,
εκεί που την παρακολουθούσες, δεν είχε ενότητα, αναγκαία εσωτερική
σύνδεση, λογική. Και μια ωραία πρωία, όταν καταφέραμε με κόπο να
μηχανευτούμε κάποια νέα, απεγνωσμένη αναδιάρθρωση, ιδού η ταινία! Το
υλικό ζωντάνεψε, τα μέρη του άρχισαν να λειτουργούν πάλι σαν να τα
συνέδεε η κυκλοφορία του αίματος, και την ώρα που προβαλλόταν αυτή η
τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα στην οθόνη, η ταινία γεννιόταν μπροστά
στα μάτια μας.
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]Καιρό
πολύ δεν μπορούσα ακόμα να πιστέψω στο θαύμα: η ταινία είχε σταθεί στα
πόδια της. Ήταν σοβαρή απόδειξη ότι το γύρισμα είχε γίνει καλά. Προφανώς
τα μέρη ενώθηκαν από μια εγγενή τάση του ίδιου του υλικού, η οποία
αναπτύχθηκε στα γυρίσματα κι αν το πιστεύαμε απόλυτα πως βρίσκεται εκεί,
δεν θα αμφιβάλλαμε ποτέ ότι η ταινία θα συναρμολογηθεί –ήταν μες τη
φύση της. Κι έπρεπε να ολοκληρωθεί, νόμιμα και αυθόρμητα, εφόσον
αναγνωρίζαμε το νόημα των πλάνων και τη ζωτική τους αρχή. Και όταν, δόξα
το Θεώ, ολοκληρώθηκε, τι ανακούφιση νιώσαμε όλοι!
Ο χρόνος που διέτρεχε όλα τα πλάνα είχε βρει τα σκόρπια κομμάτια του και τα είχε συνταιριάσει.
Στον
"Καθρέφτη" υπάρχουν διακόσια πλάνα –πολύ λίγα, αν σκεφτεί κανείς ότι
ταινίες παρόμοιας διάρκειας έχουν συνήθως πεντακόσια, ο μικρός αριθμός
οφείλεται στη μεγάλη τους διάρκεια. […]
Ο Βλαντιμίρ Γιουσόφ ήταν
οπερατέρ σε όλες μου τις ταινίες, έως και το "Σολάρις". Όταν διάβασε το
σενάριο του "Καθρέφτη", αρνήθηκε να το γυρίσει. Είπε ότι του προκαλεί
απέχθεια από ηθική άποψη η καθαρά αυτοβιογραφική φύση του έργου, τον
ενοχλούσε και τον νευρίαζε ο υπερβολικά προσωπικός, λυρικός τόνος όλης
της αφήγησης και η επιθυμία του δημιουργού να μιλήσει αποκλειστικά για
τον εαυτό του (όπως ανέφερα προηγούμενος, ίδια αντίδραση είχαν και οι
συνάδελφοί μου). Φυσικά ο Γιουσόφ ήταν ειλικρινής και ντόμπρος, πίστευε
στ’ αλήθεια ότι δεν ήμουν και πολύ σεμνός. Ωστόσο, αφού γύρισα την
ταινία με οπερατέρ τον Γκεόργκι Ρέρμπεργκ, παραδέχτηκε μπροστά μου:
«Σιχαίνομαι που το λέω, Αντρέι, αλλά είναι η καλύτερή σου ταινία».
Ελπίζω και η παρατήρηση να ήταν εξίσου ειλικρινής.»
Solonitsyn, Larisa Tarkovskaya, Arseni Tarkovsky, Tamara Ogorodnikova κ.
α.